- διαδρομή
- ηη πορεία από ένα σημείο σε άλλο, η απόσταση μεταξύ τους: Χρειάζομαι μισή ώρα, για να καλύψω αυτή τη διαδρομή με το αυτοκίνητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαδρομῇ — διαδρομή running to and fro through fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομή — running to and fro through fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομή — η (AM διαδρομή) 1. το να διατρέχει κανείς ή κάτι, ορισμένο τοπικό ή χρονικό διάστημα 2. το μεταξύ δύο σημείων τοπικό ή χρονικό διάστημα νεοελλ. 1. σύντομο ταξίδι αναψυχής με πλοίο 2. ο χρόνος που διατέθηκε γι αυτό το ταξίδι αναψυχής αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
διαδρομαῖς — διαδρομή running to and fro through fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομαί — διαδρομή running to and fro through fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομᾶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομῆς — διαδρομή running to and fro through fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομήν — διαδρομή running to and fro through fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομῶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek